ηθικότερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηθικότερος | η | ηθικότερη | το | ηθικότερο |
γενική | του | ηθικότερου | της | ηθικότερης | του | ηθικότερου |
αιτιατική | τον | ηθικότερο | την | ηθικότερη | το | ηθικότερο |
κλητική | ηθικότερε | ηθικότερη | ηθικότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηθικότεροι | οι | ηθικότερες | τα | ηθικότερα |
γενική | των | ηθικότερων | των | ηθικότερων | των | ηθικότερων |
αιτιατική | τους | ηθικότερους | τις | ηθικότερες | τα | ηθικότερα |
κλητική | ηθικότεροι | ηθικότερες | ηθικότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαηθικότερος
- συγκριτικός βαθμός του ηθικός
Παράγωγα
επεξεργασία- ηθικότερα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηθικότερος
|