• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

łatwość

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Αντώνυμα
      • 1.3.2 Συγγενικές λέξεις

Πολωνικά (pl) Επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική łatwość łatwości
γενική łatwości łatwości
δοτική łatwości łatwościom
αιτιατική łatwość łatwości
οργανική łatwością łatwościami
τοπική łatwości łatwościach
κλητική łatwości łatwości

  Ετυμολογία Επεξεργασία

łatwość < łatwy

  Προφορά Επεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

łatwość (pl) θηλυκό

  • ευκολία

Αντώνυμα Επεξεργασία

  • trudność

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  • ułatwianie
  • ułatwiać
  • ułatwienie
  • ułatwić
  • łatwiutki
  • łatwiutko
  • łatwizna
  • łatwo
  • łatwy
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=łatwość&oldid=5251989"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Σεπτεμβρίου 2021, στις 20:02

Γλώσσες

    • English
    • Magyar
    • Kurdî
    • Occitan
    • Polski
    • Română
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Σεπτεμβρίου 2021, στις 20:02.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie