κομφόρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομφόρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική confort < αγγλική comfort
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομφόρ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- παροχές για άνετη ζωή, όπως οικιακές συσκευές, αντικείμενα καθημερινής χρήσης που κάνουν τη ζωή εύκολη
- ※ Είχε σπίτι αγορασμένο και επισκευασμένο με όλα τα κομφόρ. (Γιάννης Ξανθούλης (2012), Ο γιος του δάσκαλου [μυθιστόρημα])