facileco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- facileco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | facileco | facilecoj |
αιτιατική | facilecon | facilecojn |
facileco (eo)
- η ευκολία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | facileco | facilecoj |
αιτιατική | facilecon | facilecojn |
facileco (eo)