Ουσιαστικό

επεξεργασία

ease (en)

  1. η ευκολία
    ⮡  He broke his previous record with ease.
    Έσπασε το προηγούμενο ρεκόρ του με ευκολία.
    ⮡  He played guitar with ease.
    Έπαιζε κιθάρα με ευκολία.
    ⮡  ease of use - η ευκολία χρήσης
  2. η ησυχία, είμαι ήσυχος
    ⮡  Having solved his finacial problems he was at ease.
    Έχοντας λύσει τα οικονομικά του προβλήματα ήταν ήσυχος.
    → δείτε την έκφραση at ease
  3. η οικονομική ευκολία, η άνεση, η απουσία οικονομικών προβλημάτων
    ⮡  a life of ease - μια ζωή άνεσης
ενεστώτας ease
γ΄ ενικό ενεστώτα eases
αόριστος eased
παθητική μετοχή eased
ενεργητική μετοχή easing

ease (en)

  1. (μεταβατικό) ανακουφίζω
    ⮡  I ease someone’s anxiety.
    Ανακουφίζω την ανησυχία κάποιου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη relieve
  2. διευκολύνω
  3. ευκολύνω
  4. χαλαρώνω
  5. κινούμαι χαλαρά
  6. κινώ κάτι χαλαρά