Ετυμολογία

επεξεργασία
at ease <  δείτε τις λέξεις at και ease

at ease (en) (ιδιωματισμός)

  1. άνετα, χωρίς άγχος
      He set them at ease.
    Τους έκανε να νιώθουν άνετα.
  2. σε στάση ανάπαυσης (για στρατιώτες)
      He allowed them to stand at ease while he was talking to them.
    Τους επέτρεψε να σταθούν σε στάση ανάπαυσης όση ώρα τους μιλούσε.

Επιφώνημα

επεξεργασία

at ease (en)