at ease
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαat ease (en) (ιδιωματισμός)
- άνετα, χωρίς άγχος
- ⮡ He set them at ease.
- Τους έκανε να νιώθουν άνετα.
- ⮡ He set them at ease.
- σε στάση ανάπαυσης (για στρατιώτες)
- ⮡ He allowed them to stand at ease while he was talking to them.
- Τους επέτρεψε να σταθούν σε στάση ανάπαυσης όση ώρα τους μιλούσε.
- ⮡ He allowed them to stand at ease while he was talking to them.
Επιφώνημα
επεξεργασίαat ease (en)
- (στρατιωτικός όρος) ανάπαυση (το παράγγελμα)