relieve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | relieve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relieves |
αόριστος | relieved |
παθητική μετοχή | relieved |
ενεργητική μετοχή | relieving |
Ρήμα
επεξεργασίαrelieve (en)
- (μεταβατικό) ανακουφίζω, βγάζω, αφαιρώ ή μειώνω ένα δυσάρεστο συναίσθημα ή πόνο
- ⮡ I was greatly relieved seeing him.
- Ανακουφίστηκα πολύ βλέποντάς του.
- ⮡ Fortunately, the medical test was negative and at last I was relieved.
- Ευτυχώς τα ιατρικά τεστ ήταν αρνητικά κι επιτέλους ανακουφίστηκα.
- ⮡ I relieve someone’s distress/anxiety.
- Βγάζω κάποιον από αγωνία/ανησυχία.
- ⮡ I was greatly relieved seeing him.
- (μεταβατικό) ανακουφίζω, κάνω ένα πρόβλημα λιγότερο σοβαρό
- (μεταβατικό) απολύω, βγάζω, αντικαθιστώ κάποιον στο τέλος της περιόδου της υπηρεσίας του
- ⮡ He was relieved of his post.
- Απολύθηκε από τη θέση του.
- ⮡ I relieve someone of their post.
- Βγάζω κάποιον από τη θέση του.
- ⮡ He was relieved of his post.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- relieve - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 49, 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανακουφίζω, βγάζω