ενεστώτας relieve
γ΄ ενικό ενεστώτα relieves
αόριστος relieved
παθητική μετοχή relieved
ενεργητική μετοχή relieving

relieve (en)

  1. (μεταβατικό) ανακουφίζω, βγάζω, αφαιρώ ή μειώνω ένα δυσάρεστο συναίσθημα ή πόνο
    ⮡  I was greatly relieved seeing him.
    Ανακουφίστηκα πολύ βλέποντάς του.
    ⮡  Fortunately, the medical test was negative and at last I was relieved.
    Ευτυχώς τα ιατρικά τεστ ήταν αρνητικά κι επιτέλους ανακουφίστηκα.
    ⮡  I relieve someone’s distress/anxiety.
    Βγάζω κάποιον από αγωνία/ανησυχία.
  2. (μεταβατικό) ανακουφίζω, κάνω ένα πρόβλημα λιγότερο σοβαρό
    ⮡  The new road relieves the traffic congestion at peak hours.
    Ο νέος δρόμος ανακουφίζει την κυκλοφοριακή συμφόρηση στις ώρες αιχμής.
     συνώνυμα:  alleviate, ease, assuage, mitigate και lighten
  3. (μεταβατικό) απολύω, βγάζω, αντικαθιστώ κάποιον στο τέλος της περιόδου της υπηρεσίας του
    ⮡  He was relieved of his post.
    Απολύθηκε από τη θέση του.
    ⮡  I relieve someone of their post.
    Βγάζω κάποιον από τη θέση του.

Συγγενικά

επεξεργασία