ενεστώτας assuage
γ΄ ενικό ενεστώτα assuages
αόριστος assuaged
παθητική μετοχή assuaged
ενεργητική μετοχή assuaging

assuage (en)

  1. μειώνω την ένταση, ανακουφίζω (πείνα, πόνο, συναισθήματα), καταπραΰνω, καλμάρω, κατασιγάζω
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη relieve
  2. ικανοποιώ ανάγκη