relieved
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | relieved |
συγκριτικός | more relieved |
υπερθετικός | most relieved |
relieved (en)
- ανακουφισμένος, ανακουφίζομαι, ξαλαφρωμένος
- ⮡ I was relieved that you were safe.
- Ανακουφίστηκα που ήσουν ασφαλής.
- ⮡ I was relieved that you were safe.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαrelieved (en)