Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαλαφρωμένος η ξαλαφρωμένη το ξαλαφρωμένο
      γενική του ξαλαφρωμένου της ξαλαφρωμένης του ξαλαφρωμένου
    αιτιατική τον ξαλαφρωμένο την ξαλαφρωμένη το ξαλαφρωμένο
     κλητική ξαλαφρωμένε ξαλαφρωμένη ξαλαφρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαλαφρωμένοι οι ξαλαφρωμένες τα ξαλαφρωμένα
      γενική των ξαλαφρωμένων των ξαλαφρωμένων των ξαλαφρωμένων
    αιτιατική τους ξαλαφρωμένους τις ξαλαφρωμένες τα ξαλαφρωμένα
     κλητική ξαλαφρωμένοι ξαλαφρωμένες ξαλαφρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαλαφρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαλαφρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

ξαλαφρωμένος, -η, -ο (& ξελαφρωμένος)

  1. ανακουφισμένος από ένα ψυχικό βάρος που έφυγε από τη ζωή μου
    Από τη μια στενοχωρήθηκα που την πλήγωσα, από την άλλη, όμως, νιώθω ξαλαφρωμένος που πήρε τέλος αυτή η σχέση
  2. ανακουφισμένος από ένα σωματικό βάρος ή ενόχληση που πέρασε
    Πήγαινα να σκάσω από το φούσκωμα, αλλά πήρα ένα χάπι και τώρα ευτυχώς νιώθω κάπως ξαλαφρωμένος


  1. → δείτε τη λέξη ξαλαφρώνω
  2. → δείτε τη λέξη ξελαφρώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία