↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξελαφρωμένος η ξελαφρωμένη το ξελαφρωμένο
      γενική του ξελαφρωμένου της ξελαφρωμένης του ξελαφρωμένου
    αιτιατική τον ξελαφρωμένο την ξελαφρωμένη το ξελαφρωμένο
     κλητική ξελαφρωμένε ξελαφρωμένη ξελαφρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξελαφρωμένοι οι ξελαφρωμένες τα ξελαφρωμένα
      γενική των ξελαφρωμένων των ξελαφρωμένων των ξελαφρωμένων
    αιτιατική τους ξελαφρωμένους τις ξελαφρωμένες τα ξελαφρωμένα
     κλητική ξελαφρωμένοι ξελαφρωμένες ξελαφρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξελαφρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξελαφρώνω

ξελαφρωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ξελαφρώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία