Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξελαφρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξελαφρωμέν
ος
η
ξελαφρωμέν
η
το
ξελαφρωμέν
ο
γενική
του
ξελαφρωμέν
ου
της
ξελαφρωμέν
ης
του
ξελαφρωμέν
ου
αιτιατική
τον
ξελαφρωμέν
ο
την
ξελαφρωμέν
η
το
ξελαφρωμέν
ο
κλητική
ξελαφρωμέν
ε
ξελαφρωμέν
η
ξελαφρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξελαφρωμέν
οι
οι
ξελαφρωμέν
ες
τα
ξελαφρωμέν
α
γενική
των
ξελαφρωμέν
ων
των
ξελαφρωμέν
ων
των
ξελαφρωμέν
ων
αιτιατική
τους
ξελαφρωμέν
ους
τις
ξελαφρωμέν
ες
τα
ξελαφρωμέν
α
κλητική
ξελαφρωμέν
οι
ξελαφρωμέν
ες
ξελαφρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξελαφρωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ξελαφρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ξελαφρωμένος, -η, -ο
ο
ξαλαφρωμένος
→
δείτε
τη λέξη
ξελαφρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξελαφρωμένος
γαλλικά
:
soulagé
(fr)