Ετυμολογία

επεξεργασία
ξελαφρώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐξαλαφρώνω

ξελαφρώνω ( & ξαλαφρώνω), παθ. μτχ.: ξελαφρωμένος

  • αποβάλλω ένα βάρος ψυχικό ή υλικό


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία