ξελαφρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξελαφρώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐξαλαφρώνω
Ρήμα
επεξεργασίαξελαφρώνω ( & ξαλαφρώνω), παθ. μτχ.: ξελαφρωμένος
- αποβάλλω ένα βάρος ψυχικό ή υλικό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξελαφρώνω | ξελάφρωνα | θα ξελαφρώνω | να ξελαφρώνω | ξελαφρώνοντας | |
β' ενικ. | ξελαφρώνεις | ξελάφρωνες | θα ξελαφρώνεις | να ξελαφρώνεις | ξελάφρωνε | |
γ' ενικ. | ξελαφρώνει | ξελάφρωνε | θα ξελαφρώνει | να ξελαφρώνει | ||
α' πληθ. | ξελαφρώνουμε | ξελαφρώναμε | θα ξελαφρώνουμε | να ξελαφρώνουμε | ||
β' πληθ. | ξελαφρώνετε | ξελαφρώνατε | θα ξελαφρώνετε | να ξελαφρώνετε | ξελαφρώνετε | |
γ' πληθ. | ξελαφρώνουν(ε) | ξελάφρωναν ξελαφρώναν(ε) |
θα ξελαφρώνουν(ε) | να ξελαφρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξελάφρωσα | θα ξελαφρώσω | να ξελαφρώσω | ξελαφρώσει | ||
β' ενικ. | ξελάφρωσες | θα ξελαφρώσεις | να ξελαφρώσεις | ξελάφρωσε | ||
γ' ενικ. | ξελάφρωσε | θα ξελαφρώσει | να ξελαφρώσει | |||
α' πληθ. | ξελαφρώσαμε | θα ξελαφρώσουμε | να ξελαφρώσουμε | |||
β' πληθ. | ξελαφρώσατε | θα ξελαφρώσετε | να ξελαφρώσετε | ξελαφρώστε | ||
γ' πληθ. | ξελάφρωσαν ξελαφρώσαν(ε) |
θα ξελαφρώσουν(ε) | να ξελαφρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξελαφρώσει | είχα ξελαφρώσει | θα έχω ξελαφρώσει | να έχω ξελαφρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξελαφρώσει | είχες ξελαφρώσει | θα έχεις ξελαφρώσει | να έχεις ξελαφρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξελαφρώσει | είχε ξελαφρώσει | θα έχει ξελαφρώσει | να έχει ξελαφρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξελαφρώσει | είχαμε ξελαφρώσει | θα έχουμε ξελαφρώσει | να έχουμε ξελαφρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξελαφρώσει | είχατε ξελαφρώσει | θα έχετε ξελαφρώσει | να έχετε ξελαφρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξελαφρώσει | είχαν ξελαφρώσει | θα έχουν ξελαφρώσει | να έχουν ξελαφρώσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασία- ξελάφρωμα και ξαλάφρωμα
- ξαλαφρωμένος και ξελαφρωμένος