Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξελάφρωμα τα ξελαφρώματα
      γενική του ξελαφρώματος των ξελαφρωμάτων
    αιτιατική το ξελάφρωμα τα ξελαφρώματα
     κλητική ξελάφρωμα ξελαφρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελάφρωμα < ξελαφρώνω και ξαλαφρώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξελάφρωμα ουδέτερο

  • ανακούφιση από ένα βάρος, σωματικό ή ψυχικό, κυρίως το πρώτο

→ δείτε τη λέξη ξαλάφρωμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία