ξελάφρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξελάφρωμα ουδέτερο
- ανακούφιση από ένα βάρος, σωματικό ή ψυχικό, κυρίως το πρώτο
→ δείτε τη λέξη ξαλάφρωμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξελάφρωμα
ξελάφρωμα ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη ξαλάφρωμα