Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανακουφισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανακουφισμέν
ος
η
ανακουφισμέν
η
το
ανακουφισμέν
ο
γενική
του
ανακουφισμέν
ου
της
ανακουφισμέν
ης
του
ανακουφισμέν
ου
αιτιατική
τον
ανακουφισμέν
ο
την
ανακουφισμέν
η
το
ανακουφισμέν
ο
κλητική
ανακουφισμέν
ε
ανακουφισμέν
η
ανακουφισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανακουφισμέν
οι
οι
ανακουφισμέν
ες
τα
ανακουφισμέν
α
γενική
των
ανακουφισμέν
ων
των
ανακουφισμέν
ων
των
ανακουφισμέν
ων
αιτιατική
τους
ανακουφισμέν
ους
τις
ανακουφισμέν
ες
τα
ανακουφισμέν
α
κλητική
ανακουφισμέν
οι
ανακουφισμέν
ες
ανακουφισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανακουφισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ανακουφίζω
Μετοχή
επεξεργασία
ανακουφισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ανακουφίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανακουφισμένος
αγγλικά
:
relieved
(en)
γαλλικά
:
soulagé
(fr)
γερμανικά
:
erleichtert
(de)