Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας alleviate
γ΄ ενικό ενεστώτα alleviates
αόριστος alleviated
παθητική μετοχή alleviated
ενεργητική μετοχή alleviating

  Ρήμα επεξεργασία

alleviate (en)