mitigate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | mitigate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mitigates |
αόριστος | mitigated |
παθητική μετοχή | mitigated |
ενεργητική μετοχή | mitigating |
Ρήμα
επεξεργασίαmitigate (en)
- μειώνω, ελαττώνω, ανακουφίζω κάτι
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 49. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανακουφίζω