ενικός         πληθυντικός  
facilité facilités

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

facilité (fr) θηλυκό

  1. η ευκολία
  2. η άνεση


Αντώνυμα

επεξεργασία