flexibility
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
flexibility | flexibilities |
Ετυμολογία επεξεργασία
- flexibility < (άμεσο δάνειο) γαλλική flexibilité < υστερολατινική flexibilitās < λατινική flectō (λυγίζω).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε flex(ible) + -ibility
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌflek.səˈbɪl.ə.ti/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌflek.səˈbɪl.ə.t̬i/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
flexibility (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η ευελιξία, η προσαρμοστικότητα
- το να μπορώ να έχω πολλές επιλογές
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ flexibility - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)