πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευελιξία οι ευελιξίες
      γενική της ευελιξίας των ευελιξιών
    αιτιατική την ευελιξία τις ευελιξίες
     κλητική ευελιξία ευελιξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ευελιξία < ευέλικ(τος) + -σία > κ-σία > -ξία[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευελιξία θηλυκό

  • η ικανότητα να ελίσσεσαι
  • η ικανότητα να κάνεις αμέσως τις απαραίτητες αλλαγές ώστε να ανταποκρίνεσαι συνεχώς σε μεταβαλλόμενες ανάγκες

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία