Ετυμολογία

επεξεργασία

agilité < λατινική agilitas

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ʒi.li.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
agilité agilités

agilité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία