Ουσιαστικό

επεξεργασία

flex (en)

flex (en)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • flex my muscles
    σφίγγω τους μύες μου για να προκαλέσω εντύπωση
    (μεταφορικά) κάνω επίδειξη δύναμης, συνήθως ως απειλή