flex
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαflex (en)
Ρήμα
επεξεργασίαflex (en)
- κάμπτω, λυγίζω
- κάνω επαναλαμβανόμενες κινήσεις για προθέρμανση
Εκφράσεις
επεξεργασία- flex my muscles
- σφίγγω τους μύες μου για να προκαλέσω εντύπωση
- (μεταφορικά) κάνω επίδειξη δύναμης, συνήθως ως απειλή