duro
Ίντο (io)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαduro (io)
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαduro (es)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- duro < (κληρονομημένο) λατινική durus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | duro | duri |
θηλυκό | dura | dure |
duro (it)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαduro (it)
Πηγές
επεξεργασία- duro - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαduro (pt)