Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τραγανότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τραγανότητ
α
οι
τραγανότητ
ες
γενική
της
τραγανότητ
ας
των
τραγανοτήτ
ων
αιτιατική
την
τραγανότητ
α
τις
τραγανότητ
ες
κλητική
τραγανότητ
α
τραγανότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τραγανότητα
<
τραγανός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τραγανότητα
θηλυκό
(
σπάνιο
) η
ιδιότητα
του
τραγανού
, το να είναι κάποιος
τραγανός
Οι
τηγανητές
πατάτες τρώγονται με το που βγουν από το
τηγάνι
. Η
τραγανότητά
τους δεν μπορεί να διατηρηθεί για περισσότερο από μια ώρα και στην περίπτωση που μπουν στο ψυγείο απλά δεν τρώγονται.
(
*
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τραγανότητα
αγγλικά
:
crunchiness
(en)