Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραγανότητα οι τραγανότητες
      γενική της τραγανότητας των τραγανοτήτων
    αιτιατική την τραγανότητα τις τραγανότητες
     κλητική τραγανότητα τραγανότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραγανότητα < τραγανός + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραγανότητα θηλυκό

  • (σπάνιο) η ιδιότητα του τραγανού, το να είναι κάποιος τραγανός
    Οι τηγανητές πατάτες τρώγονται με το που βγουν από το τηγάνι. Η τραγανότητά τους δεν μπορεί να διατηρηθεί για περισσότερο από μια ώρα και στην περίπτωση που μπουν στο ψυγείο απλά δεν τρώγονται. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία