croustillant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | croustillant | croustillants |
θηλυκό | croustillante | croustillantes |
Επίθετο
επεξεργασίαcroustillant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | croustillant | croustillants |
θηλυκό | croustillante | croustillantes |
croustillant (fr)