τραγανό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τραγανό | τα | τραγανά |
γενική | του | τραγανού | των | τραγανών |
αιτιατική | το | τραγανό | τα | τραγανά |
κλητική | τραγανό | τραγανά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τραγανό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τραγανός
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραγανό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραγανό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατραγανό