↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραγανερός η τραγανερή το τραγανερό
      γενική του τραγανερού της τραγανερής του τραγανερού
    αιτιατική τον τραγανερό την τραγανερή το τραγανερό
     κλητική τραγανερέ τραγανερή τραγανερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραγανεροί οι τραγανερές τα τραγανερά
      γενική των τραγανερών των τραγανερών των τραγανερών
    αιτιατική τους τραγανερούς τις τραγανερές τα τραγανερά
     κλητική τραγανεροί τραγανερές τραγανερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραγανερός < τραγαν(ός) + -ερός < ελληνιστική κοινή τραγανός < αρχαία ελληνική τρώγω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾa.ɣa.neˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρα‐γα‐νε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

τραγανερός,[1] -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τραγανερός — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)