Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραγανόχειλος η τραγανόχειλη το τραγανόχειλο
      γενική του τραγανόχειλου της τραγανόχειλης του τραγανόχειλου
    αιτιατική τον τραγανόχειλο την τραγανόχειλη το τραγανόχειλο
     κλητική τραγανόχειλε τραγανόχειλη τραγανόχειλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραγανόχειλοι οι τραγανόχειλες τα τραγανόχειλα
      γενική των τραγανόχειλων των τραγανόχειλων των τραγανόχειλων
    αιτιατική τους τραγανόχειλους τις τραγανόχειλες τα τραγανόχειλα
     κλητική τραγανόχειλοι τραγανόχειλες τραγανόχειλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραγανόχειλος < τραγανός + -ο- + χείλος + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

τραγανόχειλος[1]

  1. (οικείο) που έχει τραγανά / ποθητά / όμορφα χείλη
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τραγανόχειλη / τραγανοχείλα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. τραγανόχειλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)