τραγανόχειλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τραγανόχειλη < τραγανόχειλος + -η
Ουσιαστικό επεξεργασία
τραγανόχειλη θηλυκό
- (οικείο) θηλυκό του τραγανόχειλος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις τραγανόχειλος, τραγανός και χείλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τραγανόχειλη
|