• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τοστ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Παράγωγα
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
τοστ

Ετυμολογία

επεξεργασία
τοστ < (άμεσο δάνειο) αγγλική toast < παλαιά γαλλική toster < λατινική tostus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος torreo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ters- (ξηρός)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τοστ ουδέτερο άκλιτο

  1. (γαστρονομία) πρόχειρο φαγητό από δύο φέτες ψωμί όχι απαραίτητα τετράγωνου σχήματος γεμισμένες με φέτες από τυρί, ζαμπόν ή κάτι άλλο· ψήνεται σε συσκευή με δύο μαντεμένιες πλάκες (τοστιέρα)
  2. (γαστρονομία, κατ’ επέκταση) κάθε σάντουιτς ψημένο σε τοστιέρα

Παράγωγα

επεξεργασία
  • τοστάδικο
  • τοστάκι
  • τοστιέρα

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • τοστ στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια
  • σάντουιτς

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τοστ
  • αγγλικά : toast (en), toast sandwich (en)
  • γαλλικά : toast grillé (fr), croque-monsieur (fr)
  • εσπεράντο : toasto (eo)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τοστ&oldid=6597139"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2024, στις 15:03

Γλώσσες

    • English
    • Māori
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2024, στις 15:03.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας