τοστ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοστ < (άμεσο δάνειο) αγγλική toast < παλαιά γαλλική toster < λατινική tostus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος torreo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ters- (ξηρός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοστ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) πρόχειρο φαγητό από δύο φέτες ψωμί όχι απαραίτητα τετράγωνου σχήματος γεμισμένες με φέτες από τυρί, ζαμπόν ή κάτι άλλο· ψήνεται σε συσκευή με δύο μαντεμένιες πλάκες (τοστιέρα)
- (γαστρονομία, κατ’ επέκταση) κάθε σάντουιτς ψημένο σε τοστιέρα
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- τοστ στη Βικιπαίδεια
- σάντουιτς
Μεταφράσεις
επεξεργασία τοστ