Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
τοστ

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοστ < (άμεσο δάνειο) αγγλική toast < παλαιά γαλλική toster < λατινική tostus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος torreo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ters- (ξηρός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοστ ουδέτερο άκλιτο

  1. (γαστρονομία) πρόχειρο φαγητό από δύο φέτες ψωμί όχι απαραίτητα τετράγωνου σχήματος γεμισμένες με φέτες από τυρί, ζαμπόν ή κάτι άλλο· ψήνεται σε συσκευή με δύο μαντεμένιες πλάκες (τοστιέρα)
  2. (γαστρονομία, κατ’ επέκταση) κάθε σάντουιτς ψημένο σε τοστιέρα

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία