Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοστιέρα οι τοστιέρες
      γενική της τοστιέρας
    αιτιατική την τοστιέρα τις τοστιέρες
     κλητική τοστιέρα τοστιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοστιέρα < τοστ + -ιέρα
 
Μια ανοιχτή τοστιέρα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοστιέρα θηλυκό

  • (κουζινικά) ηλεκτρική οικιακή συσκευή που αποτελείται από δύο συνδεδεμένες μέσω άρθρωσης θερμαινόμενες πλάκες για να ψήνουν ότι βρίσκεται ανάμεσά τους όταν κλείνουν (συνήθως φέτες ψωμιού για την παρασκευή τοστ)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία