toasto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- toasto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | toasto | toastoj |
αιτιατική | toaston | toastojn |
toasto (eo)
- το τοστ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | toasto | toastoj |
αιτιατική | toaston | toastojn |
toasto (eo)