Ετυμολογία

επεξεργασία
εγέρθητι < αρχαία ελληνική ἐγέρθητι (β'ενικό προστακτικής παθητικού αορίστου του ρήματος ἐγείρω)

  Επιφώνημα

επεξεργασία

εγέρθητι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία