εθνεγέρτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εθνεγέρτης < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐθνεγέρτης. Συγχρονικά αναλύεται σε εθνεγερσία + -της
- Λέξη που πλάσθηκε από τον Περικλή Καλαθάκη το 1878 [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
εθνεγέρτης αρσενικό
- που παρακινεί ένα ή περισσότερα σκλαβωμένα έθνη σε εθνεγερσία, με σκοπό την αυτοκυριαρχία
- που παρακινεί ένα ολόκληρο έθνος υπέρ ή ενάντια μιας κατάστασης ή ιδέας, που δημιουργείται ή προβάλλεται
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εθνεγέρτης
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 324, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου