↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εθνεγερσία οι εθνεγερσίες
      γενική της εθνεγερσίας των εθνεγερσιών
    αιτιατική την εθνεγερσία τις εθνεγερσίες
     κλητική εθνεγερσία εθνεγερσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εθνεγερσία < (καθαρεύουσα) ἐθνεγερσία. Συγχρονικά αναλύεται σε έθνος + έγερση + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εθνεγερσία θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία