εθνεγερτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εθνεγερτικός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐθνεγερτικός. Συγχρονικά αναλύεται σε εθνεγέρτης + -ικός
- Λέξη που πλάσθηκε από τον Νικόλαο Βούλγαρη το 1848 [1]
Επίθετο
επεξεργασίαεθνεγερτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση ή αναφέρεται στην εθνεγερσία
- ⮡ Η Ελληνική Νομαρχία, μετά το εθνεγερτικό κήρυγμα του Ρήγα Φεραίου, αποτελεί, κατά τους ιστορικούς των νεοτέρων χρόνων τον σημαντικότερο πνευματικό κρίκο που οδήγησε στη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εθνεγερτικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 324, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου