δημεγέρτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δημεγέρτης αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- δημεγερσία
- δημεγερτικά
- δημεγερτικός
- δημεγερτικώς
- → δείτε τις λέξεις δήμος και εγείρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
δημεγέρτης
|