Δείτε επίσης: δημηγέρτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δημεγέρτης οι δημεγέρτες
      γενική του δημεγέρτη των δημεγερτών
    αιτιατική τον δημεγέρτη τους δημεγέρτες
     κλητική δημεγέρτη δημεγέρτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δημεγέρτης < δήμος + εγείρω + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δημεγέρτης αρσενικό

  • (λόγιο, αρχαιοπρεπές) αυτός που ξεσηκώνει το λαό
    ※  Στηριγμένος στη ρητορική του δεινότητα, δεν περιορίστηκε σε μια κλασική κοινοβουλευτική αντιπαλότητα. Κάλεσε τις μάζες να κατεβούν στο δρόμο —μπαίνοντας ο ίδιος, ως χαρισματικός δημεγέρτης, επικεφαλής του λαϊκού ξεσηκωμού— και κινητοποίησε τη νεολαία.
    Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2023, 13η έκδοση. ISBN 978-960-16-8603-5, (αρχική έκδοση 2019).

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία