δημεγέρτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδημεγέρτης αρσενικό
- (λόγιο, αρχαιοπρεπές) αυτός που ξεσηκώνει το λαό
- ※ Στηριγμένος στη ρητορική του δεινότητα, δεν περιορίστηκε σε μια κλασική κοινοβουλευτική αντιπαλότητα. Κάλεσε τις μάζες να κατεβούν στο δρόμο —μπαίνοντας ο ίδιος, ως χαρισματικός δημεγέρτης, επικεφαλής του λαϊκού ξεσηκωμού— και κινητοποίησε τη νεολαία.
- Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2023, 13η έκδοση. ISBN 978-960-16-8603-5, (αρχική έκδοση 2019).
- ※ Στηριγμένος στη ρητορική του δεινότητα, δεν περιορίστηκε σε μια κλασική κοινοβουλευτική αντιπαλότητα. Κάλεσε τις μάζες να κατεβούν στο δρόμο —μπαίνοντας ο ίδιος, ως χαρισματικός δημεγέρτης, επικεφαλής του λαϊκού ξεσηκωμού— και κινητοποίησε τη νεολαία.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- δημεγερσία
- δημεγερτικά
- δημεγερτικός
- δημεγερτικώς
- → δείτε τις λέξεις δήμος και εγείρω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δημεγέρτης
|
Πηγές
επεξεργασία- δημεγέρτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- δημεγέρτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας