↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεινότητα οι δεινότητες
      γενική της δεινότητας των δεινοτήτων
    αιτιατική τη δεινότητα τις δεινότητες
     κλητική δεινότητα δεινότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεινότητα < αρχαία ελληνική δεινότης < δεινός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεινότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του δεινού, εξαιρετική ικανότητα σε έναν τομέα
    ※  Στηριγμένος στη ρητορική του δεινότητα, δεν περιορίστηκε σε μια κλασική κοινοβουλευτική αντιπαλότητα. Κάλεσε τις μάζες να κατεβούν στο δρόμο —μπαίνοντας ο ίδιος, ως χαρισματικός δημεγέρτης, επικεφαλής του λαϊκού ξεσηκωμού— και κινητοποίησε τη νεολαία.
    Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2023, 13η έκδοση. ISBN 978-960-16-8603-5, (αρχική έκδοση 2019).

  Μεταφράσεις

επεξεργασία