αγκιτάτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααγκιτάτορας αρσενικό
- αυτός που με λόγους, συνθήματα, καταγγελίες κλπ, ξεσηκώνει και κινητοποιεί τις μάζες να αναλάβουν δράση για τη διεκδίκηση πολιτικών ή κοινωνικών αιτημάτων.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγκιτάτορας