agitateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agitateur | agitateurs |
θηλυκό | agitatrice | agitatrices |
agitateur (fr)
- ο αγκιτάτορας, o ταραξίας, ο ταραχοποιός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agitateur | agitateurs |
θηλυκό | agitatrice | agitatrices |
agitateur (fr)