Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκιτάτσια οι αγκιτάτσιες
      γενική της αγκιτάτσιας
    αιτιατική την αγκιτάτσια τις αγκιτάτσιες
     κλητική αγκιτάτσια αγκιτάτσιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκιτάτσια < ρωσική агитация < λατ. agitatio (=παρότρυνση)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγκιτάτσια θηλυκό

  1. προπαγάνδα που αποσκοπεί στην παρακίνηση των μαζών σε κινητοποίηση (με λόγους, καταγγελίες, συνθήματα, συλλαλητήρια, πορείες κ.λπ.) για διεκδίκηση πολιτικών ή κοινωνικών αιτημάτων
  2. (γενικότερα) κάθε υποκίνηση για ανάληψη δράσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία