αγκιτάτσια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγκιτάτσια | οι | αγκιτάτσιες |
γενική | της | αγκιτάτσιας | — | |
αιτιατική | την | αγκιτάτσια | τις | αγκιτάτσιες |
κλητική | αγκιτάτσια | αγκιτάτσιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααγκιτάτσια θηλυκό
- προπαγάνδα που αποσκοπεί στην παρακίνηση των μαζών σε κινητοποίηση (με λόγους, καταγγελίες, συνθήματα, συλλαλητήρια, πορείες κ.λπ.) για διεκδίκηση πολιτικών ή κοινωνικών αιτημάτων
- (γενικότερα) κάθε υποκίνηση για ανάληψη δράσης