• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δημοκόπος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
      • 1.1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δημοκόπος οι δημοκόποι
      γενική του/της δημοκόπου των δημοκόπων
    αιτιατική τον/τη δημοκόπο τους/τις δημοκόπους
     κλητική δημοκόπε δημοκόποι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δημοκόπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δημοκόπος < αρχαία ελληνική δῆμος δημο- + -κόπος (< κόπτω)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.moˈko.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μο‐κό‐πος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δημοκόπος αρσενικό ή θηλυκό

  • που δημοκοπεί

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • δημαγωγός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • δημοκοπία
  • δημοκοπικά
  • δημοκοπικός
  • δημοκοπώ

→ και δείτε τις λέξεις δήμος και κόβω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δημοκόπος
  • → δείτε τη λέξη δημαγωγός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δημοκόπος&oldid=5293390"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 04:35

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 04:35.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας