δημοκοπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δημοκοπία <δήμος + κοπία ‹ κόπτω
Ουσιαστικό επεξεργασία
δημοκοπία θηλυκό
- η δημαγωγία, η διαβουκόληση του λαού, η προσπάθεια να αποχτήσει κανείς την εύνοια του λαού με δημαγωγικά μέσα
- αυτός δεν κάνει πολιτική, κάνει δημοκοπία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δημοκοπία
|