διαβουκόληση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαβουκόληση | οι | διαβουκολήσεις |
γενική | της | διαβουκόλησης* | των | διαβουκολήσεων |
αιτιατική | τη | διαβουκόληση | τις | διαβουκολήσεις |
κλητική | διαβουκόληση | διαβουκολήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβουκολήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιαβουκόληση θηλυκό
- η καθοδήγηση των βοδιών για βοσκή
- η εξαπάτηση και παράσυρση του πλήθους από λαοπλάνους
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαβουκόληση
|