péremptoire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
péremptoire | péremptoires |
Επίθετο επεξεργασία
péremptoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- κατηγορηματικός
- il fait l'objet de jugements hâtifs et péremptoires
- γίνεται αντικείμενο βεβιασμένων και κατηγορηματικών κριτικών