ορίστε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαορίστε
- όταν απαντάμε σε κάποιον που μας καλεί
- - Γιώργο, πού είσαι;
- - Ορίστε!
- όταν δίνουμε σε κάποιον κάτι που μας ζήτησε
- - Μου δίνετε σας παρακαλώ λίγο νερό;
- - Ορίστε!
- (σε ερώτηση) όταν δεν έχουμε ακούσει καλά κάτι που μας είπαν ή για να δηλώσουμε έμμεσα τη διαφωνία μας
- Ορίστε; Πώς είπατε;
- για να εκφράσουμε έκπληξη ή απογοήτευση
- Ορίστε μας τώρα, θα μας αρχίσει και η μικρή να έχει απαιτήσεις!
- Όταν προστάζουμε κάποιους να κάνουν κάτι (προστακτική του ορίζω) (συνήθως στα μαθηματικά)
- Ορίστε τα διαστήματα της συνάρτησης f.
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαορίστε
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ορίζω