επαναπροσδιορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επαναπροσδιορίζω < επανα- + προσδιορίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεπαναπροσδιορίζω
- προσδιορίζω εκ νέου, δίνω άλλο περιεχόμενο σε κάτι
- πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την πολιτική μας και τους στόχους μας
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαναπροσδιορίζω | επαναπροσδιόριζα | θα επαναπροσδιορίζω | να επαναπροσδιορίζω | επαναπροσδιορίζοντας | |
β' ενικ. | επαναπροσδιορίζεις | επαναπροσδιόριζες | θα επαναπροσδιορίζεις | να επαναπροσδιορίζεις | επαναπροσδιόριζε | |
γ' ενικ. | επαναπροσδιορίζει | επαναπροσδιόριζε | θα επαναπροσδιορίζει | να επαναπροσδιορίζει | ||
α' πληθ. | επαναπροσδιορίζουμε | επαναπροσδιορίζαμε | θα επαναπροσδιορίζουμε | να επαναπροσδιορίζουμε | ||
β' πληθ. | επαναπροσδιορίζετε | επαναπροσδιορίζατε | θα επαναπροσδιορίζετε | να επαναπροσδιορίζετε | επαναπροσδιορίζετε | |
γ' πληθ. | επαναπροσδιορίζουν(ε) | επαναπροσδιόριζαν επαναπροσδιορίζαν(ε) |
θα επαναπροσδιορίζουν(ε) | να επαναπροσδιορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαναπροσδιόρισα | θα επαναπροσδιορίσω | να επαναπροσδιορίσω | επαναπροσδιορίσει | ||
β' ενικ. | επαναπροσδιόρισες | θα επαναπροσδιορίσεις | να επαναπροσδιορίσεις | επαναπροσδιόρισε | ||
γ' ενικ. | επαναπροσδιόρισε | θα επαναπροσδιορίσει | να επαναπροσδιορίσει | |||
α' πληθ. | επαναπροσδιορίσαμε | θα επαναπροσδιορίσουμε | να επαναπροσδιορίσουμε | |||
β' πληθ. | επαναπροσδιορίσατε | θα επαναπροσδιορίσετε | να επαναπροσδιορίσετε | επαναπροσδιορίστε | ||
γ' πληθ. | επαναπροσδιόρισαν επαναπροσδιορίσαν(ε) |
θα επαναπροσδιορίσουν(ε) | να επαναπροσδιορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επαναπροσδιορίσει | είχα επαναπροσδιορίσει | θα έχω επαναπροσδιορίσει | να έχω επαναπροσδιορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις επαναπροσδιορίσει | είχες επαναπροσδιορίσει | θα έχεις επαναπροσδιορίσει | να έχεις επαναπροσδιορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει επαναπροσδιορίσει | είχε επαναπροσδιορίσει | θα έχει επαναπροσδιορίσει | να έχει επαναπροσδιορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επαναπροσδιορίσει | είχαμε επαναπροσδιορίσει | θα έχουμε επαναπροσδιορίσει | να έχουμε επαναπροσδιορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε επαναπροσδιορίσει | είχατε επαναπροσδιορίσει | θα έχετε επαναπροσδιορίσει | να έχετε επαναπροσδιορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επαναπροσδιορίσει | είχαν επαναπροσδιορίσει | θα έχουν επαναπροσδιορίσει | να έχουν επαναπροσδιορίσει |
|