ορισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ορισμός | οι | ορισμοί |
γενική | του | ορισμού | των | ορισμών |
αιτιατική | τον | ορισμό | τους | ορισμούς |
κλητική | ορισμέ | ορισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ορισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁρισμός < ὁρίζω < ὅρος. Για τη σημασία «επιθυμία, διαταγή», (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὁρισμός (ψήφισμα, θέσπισμα)[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ορισμός αρσενικό
- η ενέργεια με την οποία ορίζω κάποιον σε κάποια θέση, αξίωμα ή επάγγελμα.
- ο σύλλογος καθηγητών συνεδρίασε με θέμα τον ορισμό σημαιοφόρου και παραστατών
- συνώνυμο του καθορισμός, θέτω όρια
- σύντομη και περιεκτική περίοδος λόγου με την οποία περιγράφεται και ερμηνεύεται επακριβώς μια έννοια, σημασία λέξης ή φράσης
- (λαϊκότροπο) επιθυμία, προσταγή, εντολή, διαταγή
- στους ορισμούς σου
- ≈ συνώνυμα:: όπως διατάξατε, στις εντολές σας, στις διαταγές σας.
- (λογική) η ακριβής περιγραφή έννοιας με βάση προηγούμενες καλά ορισμένες έννοιες[2]
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ορίζω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σημασία
Επεξεργασία
- ↑ ορισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Γέωργιος Βούρος, Πάτρα 2002, «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 239. Προσπέλαση 2020-02-24