Bestimmung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Bestimmung | die | Bestimmungen |
γενική | der | Bestimmung | der | Bestimmungen |
δοτική | der | Bestimmung | den | Bestimmungen |
αιτιατική | die | Bestimmung | die | Bestimmungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαBestimmung (de) θηλυκό