Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

certainly < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική certeynly. Συγχρονικά αναλύεται σε certain + -ly.[1]

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

certainly (en)

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. certainly - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)