doubtfully
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | doubtfully |
συγκριτικός | more doubtfully |
υπερθετικός | most doubtfully |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαdoubtfully (en)
παραθετικά | |
θετικός | doubtfully |
συγκριτικός | more doubtfully |
υπερθετικός | most doubtfully |
doubtfully (en)